- παραφθαδόν
- παρα-φθᾰδόν, Adv.A overtaking, c. gen., Opp.H.3.298 : abs., in rivalry, ib.4.97.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραφθαδόν — overtaking indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφθαδόν — Α επίρρ. 1. (με γεν.) προφθάνοντας, προφθαστά 2. ανταγωνιστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. φθαν τού φθάνω + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. υποφθαδόν)] … Dictionary of Greek